-
1 συνουσία
A being with or together, esp. for purposes of feasting or conversing, social intercourse, society, Hdt.6.128, A.Eu. 285, S.OC 647, etc.;κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ar.Nu. 649
; σ. τινός intercourse with one, ; γυναικῶν ς. (with a play on signf. 4) Ar. Ec. 110 = Trag.Adesp.51; ἡ τοῦ θείου ς. communion with.., Pl.Phd. 83e; τῆς νόσου ξυνουσίᾳ by long intercourse with it, S.Ph. 520; προϊούσης τῆς ς. as the conversation goes on, Pl.Tht. 150d; σ. ποιεῖσθαι hold conversation together, Id.Sph. 217e, Smp. 176e, al.;τὴν σ. διαλῦσαι Id.La. 201c
: pl., Isoc.4.45, Pl.Phd. 111b, al.; ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, S.Ph. 936.2 οὐ λόγοις.., ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ but by habitual association, constant resort, Id.OC 63.3 intercourse with a teacher, attendance at his teaching, μισθὸς τῆς ς. X.Mem.1.2.60, cf. 6.11; ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν their intercourse with him, ib.1.2.13;ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Pl.Plt. 285c
; ἡ σὴ ς. intercourse with you, Id.Prt. 318a.4 sexual intercourse, Democr.32, Pl.Lg. 838a, X.Cyr.6.1.31 (v.l.), Epicur.Fr.62, etc.; ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ς. Pl.Smp. 206c (interpol.);ἀνδρῶν X.Oec.9.11
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας ς. Arist.Pol. 1269b27; ἡ τῶν ἀφροδισίων ς. Pl.Smp. 192c;ἡ τῆς παιδογονίας Id.Lg. 838e
; of animals, copulation, Arist.HA 630b35, al.; cf. σύνειμι ( εἰμί sum) 11.2.II in concrete sense, a society, company, party, Hdt.2.78 (pl.), Pl.Smp. 173a, Lg. 672a; ἡ ἐν οἴνῳ σ., = συμπόσιον, Id.Lg. 652a; αἱ ἐν τοῖς πότοις ς. Isoc.1.32; πότοι καὶ ς. Id.15.286; αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι literary parties, conversazioni, Ar.Th.21;εἰς τὰς σ... παραλαμβάνουσι τὴν μουσικήν Arist.Pol. 1339b22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνουσία
См. также в других словарях:
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek